quick tempered - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quick tempered - translation to γερμανικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Well tempered; Well-tempered (disambiguation)

quick tempered      
reizbar, aufbrausend, heißblütig (heftiges Temperament)
Heissblütigkeit      
n. hot temper, fiery temper, quick temper
heißes Temperament      
hot temper, fiery temper, stormy temper, quick temper, tendency to become angry quickly

Ορισμός

quick time
¦ noun Military marching at about 120 paces per minute.

Βικιπαίδεια

Well-tempered

Well-tempered may refer to:

  • Well temperament, a method of tuning musical instruments
  • Well-Tempered Clavier, a composition by Bach
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για quick tempered
1. Otherwise, nurturing mentor John would be replaced by Skippy –– Podesta‘s quick–tempered, edgy and sarcastic alter ego.
2. And here before us was the man we have always known: sarcastic, biting, quick–tempered, sour, opposed to negotiations, a silver tongue that turns sword–steel sharp.
3. Big bad Basil: John Cleese as the quick–tempered Mr Fawlty Napoleon Bonaparte: Standiing at 5ft 6ins did he have a complex?
4. Hashimoto –– a dapper, quick–tempered politician who practiced kendo, the art of fencing with bamboo staves –– himself once had a reputation as a popular reformer.
5. But behind the scenes she was considered arrogant, quick–tempered, petulant and prone to shouting and firing employees on the spot.